ἐπιβάθρα — ἐπιβάθρᾱ , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc/acc dual ἐπιβάθρᾱ , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάθρα — ἐπιβάθρα, η (Α) 1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο 2. σκάλα πλοίου 3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.) 4. πρόφαση 5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών 6. βάση, θεμέλιο.… … Dictionary of Greek
ἐπιβάθρᾳ — ἐπιβάθραι , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc pl ἐπιβάθρᾱͅ , ἐπιβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβαθρα — ἐπίβαθρον fare of an neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάθρας — ἐπιβάθρᾱς , ἐπιβάθρα ladder fem acc pl ἐπιβάθρᾱς , ἐπιβάθρα ladder fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάθραι — ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc pl ἐπιβάθρᾱͅ , ἐπιβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάθραν — ἐπιβάθρᾱν , ἐπιβάθρα ladder fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαθρῶν — ἐπιβάθρα ladder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάθραις — ἐπιβάθρα ladder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίβαθρον — ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον] 1. ναύλο για επιβίβαση 2. μίσθωμα, ενοίκιο 3. διόδια 4. επιβάθρα 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά) θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο 6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» βάθρο για αοιδό β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» το… … Dictionary of Greek
επιβαθραίνω — ἐπιβαθραίνω (Α) [επιβάθρα] ανεβαίνω με επιβάθρα, με σκάλα … Dictionary of Greek