ἐπιβάθρα

ἐπιβάθρα
ἐπιβάθρα, ,
A ladder or steps to ascend by: scaling ladder, Ph.Bel. 91.48, Ath.Mech.25.3,J.BJ7.9.2,Arr.An.4.27.1; ship's ladder, gangway, D.S.12.62.
2. metaph., means of approach, stepping-stone, Plb.3.24.14 (pl.);

ἐ. ἔχειν τὴν Ἄβυδον Id.16.29.2

;

γάμον ἐ. τισὶ γενέσθαι J.AJ11.8.2

; τῆς Ἑλλάδος towards . . , Plu.Demetr.8; τῷ ἑξῆς

λόγῳ Arr.Epict.1.7.22

, cf. Plot.1.6.1;

εἰς τὸ ἐξευρεῖν Gal.9.149

.
3. platform for engines of war, J.BJ7.8.5; base, foundation, γῆ . . τοῖς ἐπ' αὐτῆς βεβηκόσιν ἑδραία ἐ. Plot.2.1.7: metaph.,

γεῦσις ἐ. τῶν αἰσθήσεων Ph.1.665

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβάθρα — ἐπιβάθρᾱ , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc/acc dual ἐπιβάθρᾱ , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβάθρα — ἐπιβάθρα, η (Α) 1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο 2. σκάλα πλοίου 3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.) 4. πρόφαση 5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών 6. βάση, θεμέλιο.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβάθρᾳ — ἐπιβάθραι , ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc pl ἐπιβάθρᾱͅ , ἐπιβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίβαθρα — ἐπίβαθρον fare of an neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάθρας — ἐπιβάθρᾱς , ἐπιβάθρα ladder fem acc pl ἐπιβάθρᾱς , ἐπιβάθρα ladder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάθραι — ἐπιβάθρα ladder fem nom/voc pl ἐπιβάθρᾱͅ , ἐπιβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάθραν — ἐπιβάθρᾱν , ἐπιβάθρα ladder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβαθρῶν — ἐπιβάθρα ladder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάθραις — ἐπιβάθρα ladder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίβαθρον — ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον] 1. ναύλο για επιβίβαση 2. μίσθωμα, ενοίκιο 3. διόδια 4. επιβάθρα 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά) θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο 6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» βάθρο για αοιδό β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» το… …   Dictionary of Greek

  • επιβαθραίνω — ἐπιβαθραίνω (Α) [επιβάθρα] ανεβαίνω με επιβάθρα, με σκάλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”